τριττύαρχος

τριττύαρχος
και δ. γρφ. τρικτύαρχος, ὁ, Α
1. ο επικεφαλής τριττύος τού αθηναϊκού κράτους
2. ο τριβούνος τού ρωμαϊκού κράτους
3. αξιωματικός τού στρατού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τριττύς / τρικτύς + -αρχος*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • τριττύαρχος — chief of a masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριττύαρχοι — τριττύαρχος chief of a masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • PHRATRICA — Graece Φρατρικὰ, dicebantur in Rep. Atheniensium convivia, a tribulibus vel societatis eiusdem consortibus, amicitiae mutuae conservandae augendaeque celebrari solita. Instituta hâc fini a Solone, ut et alia quaedam, de quibus ita Athenaeus,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • τρικτύαρχος — ὁ, Α βλ. τριττύαρχος …   Dictionary of Greek

  • τριττυάρχης — ὁ, Α ο τριττύαρχος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τριττύς + άρχης*] …   Dictionary of Greek

  • τριττυαρχώ — και δ. γρφ. τρικτυαρχῶ, έω, Α [τριττύαρχος / τρικτύαρχος] είμαι επικεφαλής αθηναϊκής τριττύος …   Dictionary of Greek

  • Κράσσος — (Crassus). Επώνυμο οικογένειας πληβείων της ρωμαϊκής εποχής. 1. Λούκιος Λικίνιος (Lucius Licinius, 140 – 91 π.Χ.). Νομομαθής πολιτικός. Διετέλεσε διαδοχικά τριττύαρχος (107 π.Χ.), ύπατος (95 π.Χ.) και τιμητής (92 π.Χ.). Λόγω της ευγλωττίας του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”